-ποιός

-ποιός
ΝΜΑ
β' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε -ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το πιθανότερο είναι ότι τα σύνθ. σε -ποιός παρήχθησαν από τον αμάρτυρο τ. *ποιός, από τον οποίο σχηματίστηκε και το ρ. ποιῶ (βλ. και λ. ποιώ). Τα σύνθ. σε -ποιός με α' συνθετικό επίθ. δηλώνουν αυτόν τού οποίου οι πράξεις είναι ανάλογες τής σημ. τού α' συνθετικού (πρβλ. κακο-ποιός, νεωτερο-ποιός, αγαθο-ποιός), ενώ τα συνθ. με α' συνθετικό ουσιαστικό, που είναι και τα περισσότερα, χρησιμοποιούνται ευρύτατα για να δηλώσουν ονόματα τεχνιτών, κατασκευαστών, καλλιτεχνών, δημιουργών, γενικότερα, και λειτουργών (πρβλ. αγαλματοποιός, αρτο-ποιός, γελωτο-ποιός, δραματοποιός, επιπλο-ποιός, ηθο-ποιός, ναο-ποιός, φαρμακο-ποιός, ωρολογο-ποιός).Σύνθ. με β' συνθετικό –ποιος: αγαθοποιός, αγαλματοποιός, αλλαντοποιός, αμαξοποιός, ανδριαντοποιός, ανθρωποποιός, αρτοποιός, γελωτοποιός, γεφυροποιός, δραματοποιός, ειδοποιός, ειρηνοποιός, ενοποιός, ενοχοποιός, επιγραμματοποιός, εποποιός, ζωοποιός, ηθοποιός, θαυματοποιός, θεοποιός, θορυβοποιός, ιαμβοποιός, ιδρωτοποιός, καλαθοποιός, κακοποιός, κεραμοποιός, κηροποιός, κλινοποιός, κωμωδοποιός, λογοποιός, λυροποιός, μαχαιροποιός, μελοποιός, μυροποιός, νοσοποιός, ξιφοποιός, οδοποιός, οινοποιός, οπλοποιός, οργανοποιός, πλινθοποιός, σκηνοποιός, ταραχοποιός, τραγωδοποιός, υμνοποιός, υποδηματοποιός, φαρμακοποιός, φθοροποιός, χαροποιός
αρχ.
αγριοποιός, αδελφοποιός, αθλιοποιός, αιματοποιός, αινιγματοποιός, αισχροποιός, ανδροποιός, ανεμοποιός, αργυροποιός, αριθμοποιός, αρματοποιός, αρρενοποιός, ασελγοποιός, ασθενοποιός, ασματοποιός, ασπιδοποιός, αυλοποιός, βελονοποιός, βροντοποιός, βυρσοποιός, γαλακτοποιός, γλωσσοποιός, γνωστοποιός, δακρυοποιός, δειλοποιός, δειπνοποιός, διθυραμβοποιός, διχοποιός, διψοποιός, δοκοποιός, δολοποιός, δουλοποιός, δρεπανοποιός, ειδωλοποιός, εικονοποιός, ελεγειοποιός, ερημοποιός, εχθροποιός, ζυγοποιός, ζωμοποιός, ζωδιοποιός, θαλαμοποιός, θαλασσοποιός, θανατοποιός, θεατροποιός, θερμοποιός, θηκοποιός, θηλυποιός, θησαυροποιός, θρηνοποιός, θρονοποιός, θυγατροποιός, θυροποιός, θωρακοποιός, ιδιοποιός, ιεροποιός, ιστοποιός, ισχυροποιός, καδοποιός, καινοποιός, καλοποιός, καπνοποιός, καρποποιός, καρυκοποιός, κερατοποιός, κεραυνοποιός, κλειδοποιός, κοινοποιός, κοσμοποιός, κοφινοποιός, κρεοποιός, κρημνοποιός, κρηπιδοποιός, κτενοποιός, λαμπαδοποιός, λευκοποιός, λιθοποιός, λιμοποιός, λινοποιός, λοιμοποιός, λουτροποιός, λοφοποιός, λυχνοποιός, μαζοποιός, μαλακοποιός, μανιοποιός, μαρμαροποιός, ματαιοποιός, μεγεθοποιός, μελανοποιός, μελιτοποιός, μεριμνοποιός, μετροποιός, μηχανοποιός, μικροποιός, μισοποιός, μουσοποιός, μυελοποιός, μωροποιός, νεκροποιός, νεοποιός, νεωποιός, νεωτεροποιός, νικοποιός, νομοποιός, νοοποιός, νωθροποιός, ξηροποιός, ξυλοποιός, ξυστροποιός, οικοποιός, ολμοποιός, ολοποιός, ομβροποιός, ομματοποιός, ομοποιός, ονοματοποιός, οστρακοποιός, ουλοποιός, ουσιοποιός, οψοποιός, παιδοποιός, παντοποιός, πεταλοποιός, πετροποιός, πηλοποιός, πικροποιός, πιλοποιός, πινακοποιός, πλειοποιός, πληθοποιός, πλουτοποιός, πνευματοποιός, ποινοποιός, πολεμοποιός, ποσοποιός, προσοδοποιός, προσωποποιός, σαρκοποιός, σεισμοποιός, σιτοποιός, σκευοποιός, σκοτοποιός, σπαθοποιός, σπονδοποιός, στασιοποιός, στεφανοποιός, στροφοποιός, σφαιροποιός, σωματοποιός, ταπεινοποιός, τειχοποιός, τεκνοποιός, τελειοποιός, τερατοποιός, τευχοποιός, τοξοποιός, τραπεζοποιός, τριηροποιός, τρομοποιός, τροφοποιός, τυμβοποιός, τυροποιός, τυφλοποιός, υγροποιός, υδροποιός, υλοποιός, υπνοποιός, φθειροποιός, φιλοποιός, φιλτροποιός, φωτοποιός, χαλινοποιός, χαλκοποιός, χαρτοποιός, χλωροποιός, χολοποιός, χορδοποιός, χοροποιός, χρηματοποιός, χρησμοποιός, χρυσοποιός, ψευδοποιός, ψηφοποιός, ψυχοποιός, ψυχροποιός, ψωμοποιός, ωδοποιός, ωχροποιός
νεοελλ.
αρωματοποιός, βροχοποιός, γονιμοποιός, επιπλοποιός, επιγραφοποιός, ευαισθητοποιός, ζυθοποιός, ηθικοποιός, κονσερβοποιός, κορνιζοποιός, κοσμηματοποιός, λεβητοποιός, μυθοποιός, παγοποιός, ποτοποιός, σαπωνοποιός, σελιδοποιός, σκανδαλοποιός, στιχοποιός, φανοποιός, φερετροποιός, χαλβαδοποιός, ψαθοποιός, ωρολογοποιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ποιός — of a certain nature masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖος — of what kind? masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”